μονωδός

μονωδός
-ό (ΑΜ μονῳδός, -όν)
(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η μονωδός
αυτός που άδει μονωδία, που τραγουδάει μόνος, όχι «εν χορώ», χωρίς να συνοδεύεται από κανέναν, ο σολίστας
μσν.
το αρσ. ως ουσ. ποιητής δράματος στο οποίο ομιλεί ένα μόνο πρόσωπο.
επίρρ...
μονῳδῶς (Μ)
σαν μονωδός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -ῳδός (< ᾠδή, πρβλ. κιθαρ-ωδός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μονωδός — ο ο σολίστας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μονῳδοί — μονῳδός singing alone masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονῳδούς — μονῳδός singing alone masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονῳδῶς — μονῳδός singing alone adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

  • μονωδία — Μέλος για μια μόνο φωνή χωρίς συνοδεία, που χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα και στον Μεσαίωνα έως τον 9o αι., δηλαδή έως την έναρξη της εποχής της πολυφωνίας. Η περίοδος της μ. ονομάστηκε μονωδιακή ή ομοφωνική, όρος που σημαίνει ότι μια ομάδα… …   Dictionary of Greek

  • μονωδικός — ή, ό (Α μονῳδικός, ή, όν) [μονωδός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στη μονωδία …   Dictionary of Greek

  • μονωδώ — (Α μονῳδῶ, έω) [μονωδός] άδω μονωδία, τραγουδώ μόνος χωρίς να συνοδεύομαι από κανέναν …   Dictionary of Greek

  • σολίστ — σολίστ, ο και σολίστας, ο (λ. ιταλ.) 1. αυτός που εκτελεί μόνος του ένα μουσικό κομμάτι. 2. αυτός που τραγουδάει μόνος, μονωδός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μονῳδῶ — μονῳδέω sing a monody pres subj act 1st sg (attic epic doric) μονῳδέω sing a monody pres ind act 1st sg (attic epic doric) μονῳδός singing alone masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”